- κρύψιμο
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρύβω, η απόκρυψη, η αποσιώπηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρύψιμο — το 1. η απόκρυψη ενός πράγματος 2. μτφ. αποσιώπηση 2. η καταφυγή σε κρυφό τόπο 3. μτφ. η απόκρυψη τών πραγματικών σκέψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω), κατάλ. ιμο] … Dictionary of Greek
αποκρυφή — ἀποκρυφή, η (AM) [αποκρύπτω] μσν. κρύψιμο, απόκρυψη αρχ. μέρος κατάλληλο για κρύψιμο … Dictionary of Greek
απόκρυψη — η (AM ἀπόκρυψις) [αποκρύπτω] το κρύψιμο νεοελλ. αποσιώπηση, συγκάλυψη αρχ. εξαφάνιση … Dictionary of Greek
επικάλυψη — η (Α ἐπικάλυψις) [επικαλύπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικαλύπτω, το σκέπασμα, το κρύψιμο 2. η επίστρωση μεταλλικής επιφάνειας με άλλο μέταλλο για προστασία από την οξείδωση … Dictionary of Greek
κρυμμός — κρυμμός, ὁ (Μ) κρύψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ τού κρύβω* + κατάλ. μος (πρβλ. συγκαλυμ μός, συντριμ μός), με αφομοίωση τού β προς το μ ] … Dictionary of Greek
κρυφία — κρυφία, ἡ (Μ) [κρύφιος] απόκρυψη, κρύψιμο … Dictionary of Greek
κρυψιά — η απόκρυψη, κρύψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ριξ ιά)] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… … Dictionary of Greek
συγκρυβή — ἡ, Μ κρύψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρυβή (ΙΙ) «απόκρυψη» (< κρύπτω)] … Dictionary of Greek